επισκηνώ

επισκηνώ
ἐπισκηνῶ, -όω (Α) [επίσκηνος]
1. μένω σε σκηνή, κατασκηνώνω
2. (για τη χάρη τού θεού) εισέρχομαι* και παραμένω στην ψυχή κάποιου («ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισκήνωσις — ἐπισκήνωσις, ἡ (Α) [επισκηνώ] 1. διαμονή, παραμονή σ’ έναν τόπο 2. κατασκήνωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”